θρέμμα

θρέμμα
θρέμμα
1 nursling θρέμματα Μουσῶν (sc. ποιηταί) ?fr. 352.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”